επανοίγω

επανοίγω
ἐπανοίγω και ἐπανοίγνυμι (Α)
1. ανοίγω κάτι βίαια, διαρρηγνύω
2. απλώς ανοίγω
3. μέσ. ἐπανοίγομαι και ἐπανοίγνυμαι
καταβάλλω προσπάθεια, συντελώ ώστε να ανοίξει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”